-
1 ἐκ-θηλύνω
ἐκ-θηλύνω, ganz verweichlichen, verzärteln; Hippocr.; τὴν νεότητα Dion. Hal. 7, 9; ἐκτεϑήλυται D. C. 50, 27; ἐκτεϑηλυμμένος καὶ τῇ ψυχῇ καὶ τῷ σώματι Pol. 37, 2, 2, vor Bekk. ἐκτεϑηλυμένος, wie Luc. D. D. 5, 3; ἐκτεϑηλυσμένος, Poll. 6, 126. – Bei E. M. 473, 35 = zum Femininum machen.
-
2 ἐκθηλύνω
A- εθήλυνα D.H. 7.9
:—soften, weaken,τὸ σκέλος ἐκτεθηλυσμένον γίνεται Hp.Art.52
, cf. 56; make effeminate,στρατιὰν ταῖς ἡδοναῖς Str.5.4.13
; τὴν νεότητα ταῖς ἀγωγαῖς D.H.l.c.;ψυχάς Corn.ND20
:—[voice] Pass.,ἐκτεθηλυμμένος καὶ τῇ ψυχῇ καὶ τῷ σώματι Plb.36.15.2
, cf. 28.21.3, D.C.50.27 ; of plants, become enfeebled, Thphr.CP3.1.3.II Gramm., make a feminine of, EM473.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκθηλύνω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий